- λογοκοπώ
- (Μ λογοκοπῶ, -έω)νεοελλ.είμαι λογοκόπος, λέω κενές μεγαλοστομίεςμσν.επαναλαμβάνω γνωστά, τετριμμένα, κοινά λόγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο-* + -κοπῶ (< -κοπος < κόπτω), πρβλ. δημοκοπώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
λογοκόπημα — το 1. το να λέει κάποιος πολλά, κομπαστικά και ανούσια λόγια 2. ανούσιος ή κομπαστικός λόγος, μεγαλοστομία, καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκοπῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ρησικοπώ — έω, Α λογοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήσις + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπῶ] … Dictionary of Greek